τήθος

τήθος
τὸ, Α
το μαλάκιο τηθύς*.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. απαντά ήδη στον Όμηρο στον τ. πληθ. τήθεα, ο οποίος αντιστοιχεί σε εν. τῆθος και τήθεον. Έχει διατυπωθεί, όμως, και η άποψη ότι οι τ. τήθεα και τήθεον έχουν σχηματιστεί με υστερογενή εξέλιξη από τον τ. τήθυον, ο οποίος, κατά την άποψη αυτή, έχει προέλθει από τ. *θή-θυον (με ανομοίωση τού πρώτου δασέος συμφώνου), σύνθ. από τους τ. θῆσαι* «θηλάζω» + *θύον (πρβλ. θύλακος, βλ. και γήθυον / γηθυλλίς). Ωστόσο, η άποψη αυτή προσκρούει στην αρχαιότητα τού ομηρ. τ. τήθεα, ο οποίος πρέπει να θεωρηθεί αρχικός. Από την οικογένεια αυτή, τέλος, έχει προέλθει πιθ. ως υποχωρητικός σχηματισμός η ονομ. τής θεότητας Τηθύς].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τῆθος — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τήθη — grandmother fem nom/voc sg (attic epic ionic) τή̱θη , τῆθος neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) τή̱θη , τῆθος neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τήθυον — και τήθεον, τὸ, Α 1. είδος χιτωνοφόρου μαλακίου 2. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) «τηθύα τενάγη, ἅ προχέουσιν οἱ ποταμοί». [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. τῆθος] …   Dictionary of Greek

  • τηθύς — Θάλασσα των παλαιότερων γεωλογικών χρόνων, η οποία έως το τριτογενές εκτεινόταν ανάμεσα στην Ευρασιατική ήπειρο στα Β και στην Αφρική Αραβία Ινδία στα Ν, χωρίζοντας τους δύο αυτούς ηπειρωτικούς όγκους. Η τ., της οποίας σημερινό υπόλειμμα είναι η… …   Dictionary of Greek

  • τηθέων — τήθη grandmother fem gen pl (epic ionic) τη̱θέων , τῆθος neut gen pl (epic doric ionic aeolic) τηθή fem gen pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τηθῶν — τήθη grandmother fem gen pl τη̱θῶν , τῆθος neut gen pl (attic epic doric) τηθή fem gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τήθα — τήθᾱ , τήθη grandmother fem nom/voc/acc dual τήθᾱ , τήθη grandmother fem nom/voc sg (doric aeolic) τή̱θᾱ , τῆθος neut nom/voc/acc pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τήθεα — τή̱θεα , τῆθος neut nom/voc/acc pl (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τήθην — τήθη grandmother fem acc sg (attic epic ionic) τή̱θην , τῆθος neut acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”